- φλυαρῶν
- φλυᾱρῶν , φλυαρέωtalk nonsensepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυάρων — φλυά̱ρων , φλύαρος silly talk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανείο — Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές… … Dictionary of Greek
ՇԱՂՓԱՂՓ — (ի, ից.) NBH 2 0462 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 14c ա. ἁδόλεσχος, ης garrulus φλυαρῶν, ληρῶν nugator, nugax եւ φλύαρος, λῆρος, ληρώδης nugatorius, ineptus, vanus et futilis. (լծ. հյ. ցոփ, եւ զաղփաղփուն. եւ թ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)